- σκιοφοβία
- η, Ντο να φοβάται κανείς τη σκιά, το σκοτάδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιόφοβος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Αιών].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-φοβία — ΝΑ β συνθετικό πολλών αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που είτε σχηματίστηκαν από επίθετα σε φόβος (< φόβος, πρβλ. ανθρωποφοβία, αφοβία, κενοφοβία, ξενοφοβία, σκιοφοβία, υδροφοβία, φωτοφοβία, ψυχροφοβία) είτε απευθείας από το αφηρημένο ουσιαστικό… … Dictionary of Greek